Ἀκροκορίνθου

Ἀκροκορίνθου
Ἀκροκόρινθος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκροκορίνθου — ἀκροκόρινθος citadel of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σταϊκόπουλος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, οι οποίοι κατάγονταν από τη Ζάτουνα. Σπουδαιότερα μέλη της ήταν οι επόμενοι: 1. Στάικος. Ένας από τους αρχηγούς των πολιορκητών του Παλαμηδιού και ο πρώτος που το «πάτησε». Στη συνέχεια διακρίθηκε ως… …   Dictionary of Greek

  • Φλογαΐτης, Νικόλαος — (Οδησσός 1799 – Χαλκίδα 1867). Νομομαθής και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από πατέρα Λευκάδιο, έμπορο εγκατεστημένο στην Οδησσό. Μυήθηκε πολύ νέος στη Φιλική Εταιρεία και το 1821 στάλθηκε από τον Αλ. Υψηλάντη στην Πελοπόννησο με μυστικές… …   Dictionary of Greek

  • Χατζη - Ιωάννης — (; – 1865). Μαρτζέλλος ή Χατζηγιάννης Σοφικίτης. Οπλαρχηγός από το Σοφικό Κορινθίας. Πήρε μέρος στην πολιορκία του Ακροκόρινθου. Πολέμησε ως ταξίαρχος στην Αν. Ελλάδα και ως χιλίαρχος στον Αγινόρι της Κορινθίας. Το 1825 ως αντιστράτηγος πήρε… …   Dictionary of Greek

  • Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • βουνός — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ερμή και της Αλκιδάμειας. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Αιήτης, φεύγοντας από τη χώρα του, του εμπιστεύτηκε τον θρόνο με την εντολή να τον κρατήσει έως την επιστροφή του ή την επιστροφή κάποιου από τους απογόνους του. Ο Β.… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών …   Dictionary of Greek

  • Βαλέστρας ή Βαλέστ — (Κορσική 1790; – Κρήτη 1822). Ιταλός φιλέλληνας αξιωματικός. Ο πατέρας του εμπορευόταν στην Κρήτη και το 1814 πήγε στο νησί να τον συναντήσει, όπου και έμαθε καλά την ελληνική γλώσσα. Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης τον συνάντησε στην Τεργέστη, του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”